- ταμπουράς
- Έγχορδο μουσικό όργανο, από τα αρχαιότερα και λαϊκότερα της ελληνικής οργανολογίας. Η αρχαία ονομασία του είναι πανδουρίς, πανδούρα, φανδούρος, θαβούρα, θαμβούριν και ταμπούριν· τον συναντάμε στα Ακριτικά Έπη (9ος-11ος αι.) ως ταμπούραν. Ο τ. έχει μικρό φουσκωτό απιοειδές ηχείο χωρίς εσοχές και μακρύ βραχίονα. Αναφέρονται 6 τύποι του οργάνου αυτού με διάφορα ονόματα και μεγέθη. Είχε 2-6 χορδές, συνηθέστερα όμως 3, και παίζεται με πλήκτρο. Στον βραχίονα υπάρχουν οι δεσμοί (τάστα) που προσδιορίζουν τους τόνους και τα ημιτόνια. Της οικογένειας του τ. είναι και το σημερινό μπουζούκι. Ο τ. ήταν άλλοτε διαδεδομένος σε όλο τον ελληνικό χώρο (ηπειρωτικό και νησιωτικό)· σήμερα έχει εξαφανιστεί αν και υπάρχουν πληροφορίες ότι κατασκευαζόταν στην κεντρική Ελλάδα από τους οργανοπαίκτες έως το 1920. Άλλες ονομασίες των διαφόρων τύπων μουσικών οργάνων της οικογένειας του τ. είναι το καραντουζένι, το μπουλγκαρί, το γιογγάρι ή λιογγάρι και το τσιβούρι· όλα αυτά τα όργανα εξαφανίστηκαν και ζουν μόνο στα δημοτικά τραγούδια.
* * *ο, Ν1. μουσ. α) λαουτοειδές όργανο με βαθύ αχλαδόσχημο ηχείο, πολύ μακρύ βραχίονα και δύο, τρία ή τέσσερα ζεύγη χορδώνβ) ονομασία πολλών λαϊκών λαουτοειδών οργάνων, όπως είναι το μπουζούκι, το σάζι, ο μπαγλαμάς, το καραντουζένι, το μπουλγκαρί κ.ά.2. φρ. «η κοιλιά του παίζει [ή βαράει] ταμπουρά» — πεινάει πάρα πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. tabir (πρβλ. ταμπουρίνο)].
Dictionary of Greek. 2013.